περικαθάπτω

περικαθάπτω
Α
1. αναρτώ γύρω γύρω, κρεμώ κάτι ολόγυρα («ἐκέλευσε τοὺς ἁλιεῑς... κρύφᾳ τῷ ἀγκίστρῳ περικαθάπτειν ἰχθῡς»
Πλούτ.)
2. αναποδογυρίζω
3. εγκλείω
4. περικλείω, περιβάλλω
5. μέσ. περικαθάπτομαι
α) προσδένω κάτι στο σώμα μου
β) φορώ κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + καθάπτω «θέτω πάνω σε κάτι, κρεμώ, περιβάλλω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περικαθάπτουσιν — περικαθάπτω fasten pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περικαθάπτω fasten pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικαθαπτούσαις — περικαθάπτω fasten pres part act fem dat pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικαθάπτειν — περικαθάπτω fasten pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικαθάπτονται — περικαθάπτω fasten pres ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικαθάψαντες — περικαθάπτω fasten aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικάθαψον — περικαθάπτω fasten aor imperat act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικαθαπτούσας — περικαθαπτούσᾱς , περικαθάπτω fasten pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) περικαθαπτούσᾱς , περικαθάπτω fasten pres part act fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικαθάψας — περικαθάψᾱς , περικαθάπτω fasten aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”