- περικαθάπτω
- Α1. αναρτώ γύρω γύρω, κρεμώ κάτι ολόγυρα («ἐκέλευσε τοὺς ἁλιεῑς... κρύφᾳ τῷ ἀγκίστρῳ περικαθάπτειν ἰχθῡς»Πλούτ.)2. αναποδογυρίζω3. εγκλείω4. περικλείω, περιβάλλω5. μέσ. περικαθάπτομαια) προσδένω κάτι στο σώμα μουβ) φορώ κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + καθάπτω «θέτω πάνω σε κάτι, κρεμώ, περιβάλλω»].
Dictionary of Greek. 2013.